Από τον Δημήτρη Στεργίου*
Και στην περίπτωση αυτή, η ρήση αυτή κυριολεκτεί διότι ο «μαύρος» είναι οι Έλληνες φορολογούμενοι, δηλαδή τα μόνιμα υποζύγια της ολοένα αυξανόμενης με τρομακτικό τρόπο φορολογίας.
Δυστυχώς, για τα «υποζύγια» αυτά δεν υπάρχει καμιά σχεδόν λέξη συμπόνιας στην Ενδιάμεση Έκθεση, παρά μόνο η γνωστή σε όλες τις Εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια για φορολογικές επιβαρύνσεις.....
Επίσης, η Έκθεση προσπερνά επιδέξια τις δραματικές συνέπειες της εισοδηματικής και φορολογικής λεηλασίας κατά τα δύο τελευταία χρόνια και κατατρίβεται σε απαρίθμηση των γνωστών διαρθρωτικών στρεβλώσεων και αντίστοιχων πρωτοβουλιών για την αντιμετώπισή τους, επαναλαμβάνοντας πολλάκις το υποθετικό «αν», «εφόσον» κλπ.
Υποβλήθηκε στα μέσα Νοεμβρίου 2011 στον πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2011, σύμφωνα με όσα προβλέπει το Καταστατικό της.
Μελετήσαμε το περιεχόμενό της και ιδιαίτερα το συνοπτικό κείμενο που διανεμήθηκε με τη μορφή Δελτίου Δελτίου. Ομολογούμε ότι απογοητευθήκαμε.
Διότι, ίσως για πρώτη φορά, μια τέτοια σημαντική Έκθεση – θεσμός περιορίστηκε σε παρουσίαση προθέσεων και προτάσεων, οι οποίες απλώς δίνουν μια παρηγοριά σαν κι αυτή της γνωστής θυμόσοφης ρήσης «Ζήσε μαύρε μου να φας τριφύλλι» το … 2020.
Και στην περίπτωση αυτή, η ρήση αυτή κυριολεκτεί διότι ο «μαύρος» είναι οι Έλληνες φορολογούμενοι, δηλαδή τα μόνιμα υποζύγια της ολοένα αυξανόμενης με τρομακτικό τρόπο φορολογίας.
Δυστυχώς, για τα «υποζύγια» αυτά δεν υπάρχει καμιά σχεδόν λέξη συμπόνιας στην Ενδιάμεση Έκθεση, παρά μόνο η γνωστή σε όλες τις Εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια για φορολογικές επιβαρύνσεις.
Επίσης, η Έκθεση προσπερνά επιδέξια τις δραματικές συνέπειες της εισοδηματικής κα φορολογικής λεηλασίας κατά τα δύο τελευταία χρόνια και κατατρίβεται σε απαρίθμηση των γνωστών διαρθρωτικών στρεβλώσεων και αντίστοιχων πρωτοβουλιών για την αντιμετώπισή τους, επαναλαμβάνοντας πολλάκις το υποθετικό «αν», «εφόσον» κλπ.
Οι αιχμές
Παραθέτουμε μερικές με αντίστοιχα σχόλια (όπου χρειάζονται):
- «Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμούσε πριν από ένα περίπου χρόνο ότι το χρέος θα μπορούσε να είναι βιώσιμο, εφόσον συνεχιζόταν αταλάντευτα η προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής, ιδίως μάλιστα αν επιτυγχάνονταν, όπου ήταν δυνατόν, καλύτερες επιδόσεις έναντι των στόχων και ουσιαστική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Όμως, η σημαντική επιδείνωση σε καίριους τομείς της οικονομίας, οι δημοσιονομικές αποκλίσεις και οι καθυστερήσεις ως προς τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ανέτρεψαν τα δεδομένα για τη δυναμική και τη βιωσιμότητα του χρέους».
(Σχόλιο: Είναι εκπληκτικό ότι από την αρχή όλοι, πλην της Τράπεζας της Ελλάδος και, φυσικά, της τότε κυβέρνησης, εκτιμούσαν ότι αυτή οικονομική και δημοσιονομική πολιτική με τα εξοντωτικά ραμφίσματα στο εισόδημα, στην αγορά και την επιχειρηματικότητα όχι μόνο δεν θα συνέβαλλε στη δημοσιονομική προσαρμογή και στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, αλλά θα οδηγούσε σε ολοένα και πιο βαθιά ύφεση…)
- «Το πρώτο καθήκον που επωμίζεται η νέα κυβέρνηση είναι να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη που έχει κλονιστεί βαρύτατα. Για να εμπεδωθεί όμως η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας, η σύγκλιση των πολιτικών δυνάμεων που εκφράστηκε με το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης πρέπει να γίνει πιο ουσιαστική. Επίσης, προκειμένου να επιτύχει η κυβέρνηση και να εκφραστεί αυθεντικά η βούληση των πολιτών στις επόμενες εκλογές, πρέπει να περιγραφούν με απόλυτη ειλικρίνεια η κατάσταση της οικονομίας και η διεθνής πραγματικότητα, να αναλυθούν χωρίς περιστροφές και ωραιοποιήσεις οι προτεινόμενες λύσεις και να εξηγηθούν με σαφήνεια το κόστος και το όφελος καθεμιάς».
- «Το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής που επιτεύχθηκε το 2010 υπήρξε πολύ σημαντικό, ενώ ―παρά τις καθυστερήσεις― έγιναν ορισμένες αξιόλογες διαρθρωτικές παρεμβάσεις, με κορυφαία τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Ωστόσο, η κατάσταση παραμένει κρίσιμη. Η μέχρι σήμερα άσκηση της οικονομικής πολιτικής δεν κατόρθωσε να πείσει τις αγορές και τους πολίτες ότι υπάρχει διέξοδος, ότι τα αποτελέσματα που προδιαγράφονται θα επιτευχθούν. Το κύριο αίτιο του “ελλείμματος αξιοπιστίας” είναι ότι η οικονομική πολιτική συχνά ασκείται αποσπασματικά, με διστακτικότητα, υπαναχωρήσεις και αναβολές ή σύρεται από τις εξελίξεις, αντί να τις προλαμβάνει. Ανάλογα με την περίπτωση: - Ρυθμίσεις που βρίσκονται σε σωστή κατεύθυνση αποδυναμώνονται στην εφαρμογή τους και έτσι το προσδοκώμενο αποτέλεσμα περιορίζεται. - Εξαντλούνται όλα τα περιθώρια των χρονοδιαγραμμάτων που έχουν συμφωνηθεί, χωρίς προετοιμασία και προγραμματισμό, με αποτέλεσμα να αναζητούνται “μαγικές λύσεις” της τελευταίας στιγμής. - Αναβιώνουν νοοτροπίες και συμπεριφορές του παρελθόντος, οι οποίες αντιμετωπίζουν ορισμένα θέματα ως αδιαπραγμάτευτα κάθε φορά που απειλούνται κεκτημένα. - Επιλέγονται “οριζόντιες”, δηλαδή ισοπεδωτικές, λύσεις για τον περιορισμό των δημόσιων δαπανών, ενώ οι μηχανισμοί που εγγενώς παράγουν δαπάνες παραμένουν άθικτοι, καθώς η δημόσια διοίκηση δεν είναι σε θέση να επεξεργαστεί στοχευμένες, δηλαδή πιο αποτελεσματικές και κοινωνικά δίκαιες, λύσεις»
(Σχόλιο: Τώρα, πού το είδε το πολύ σημαντικό μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής το 2010 η Τράπεζα της Ελλάδος, αποτελεί μέγιστη απορία. Παρά τις δύο σκληρές επιδρομές, οι πραγματοποιήσεις στον προϋπολογισμό του 2010 είναι τόσο απογοητευτικές, που αναγκάσθηκε η τότε κυβέρνηση να προωθήσει κι άλλα ακόμα σκληρότερα μέτρα για να καλυφτούν οι αποκλίσεις και οι υστερήσεις του 2010!)
- «Για να επιτύχουμε όμως τώρα εκεί όπου αποτύχαμε τις προηγούμενες φορές, πρέπει να εξαλειφθεί το “έλλειμμα εμπιστοσύνης” που δημιουργήθηκε αφενός από τη διστακτικότητα και τις υπαναχωρήσεις της οικονομικής πολιτικής και αφετέρου από κοινωνικές εντάσεις, οι οποίες τροφοδοτούνται και από ψευδαισθήσεις ότι είναι δήθεν δυνατή η επιστροφή στο παρελθόν».
(Σχόλιο: Αντίθετα, στις επιδρομές κατά των ελληνικών νοικοκυριών και της ελληνικής οικονομίας επεδείχθη περισσό θάρρος ή, καλύτερα , θράσος)
- «Όσο η Ελλάδα θεωρείται χώρα-παράδειγμα δημοσιονομικού εκτροχιασμού και αμφισβητούνται οι δυνατότητες περαιτέρω ουσιαστικής προόδου της δημοσιονομικής εξυγίανσης και ανάκαμψης της οικονομίας, η προσέλκυση ξένων επενδύσεων (και τεχνογνωσίας) για την αξιοποίηση των εν δυνάμει πλεονεκτημάτων θα παραμένει προβληματική ή θα είναι δυνατή μόνο υπό ασύμφορους οικονομικούς όρους. Το ίδιο αντικίνητρο αφορά και την ανάληψη εγχώριων επενδυτικών πρωτοβουλιών – αν και υπάρχουν φωτεινά παραδείγματα επιχειρήσεων που τολμούν, μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, και σημειώνουν επιτυχίες στην εξωτερική αγορά.
(Σχόλιο: Τι μας θυμίζει, τι μας θυμίσει. Μας θυμίζει τις γνωστές τρομολογχανικές δηλώσεις του τότε πρωθυπουργού και υπουργού Οικονομικών για «Τιτανικό», για «δημοσιονομικό εκτροχιασμό», που τρόμαξαν τους «διεθνείς κερδοσκόπους»…)
- « Οι καθυστερήσεις και οι “εκπτώσεις” στην προώθηση και την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που θα διευκόλυναν την αποτελεσματική λειτουργία των αγορών προϊόντων και εργασίας, θα επέσπευδαν την ανάκαμψη και θα δημιουργούσαν προϋποθέσεις για διατηρήσιμη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και σταθερή ανάπτυξη. Και στην περίπτωση αυτή, οι αρνητικές συνέπειες είναι οι ίδιες»
(Σχόλιο: Και ποιος πλήρωσε αυτές τις καθυστερήσεις και υπαναχωρήσεις; Τα ελληνικά νοικοκυριά, η ελληνική οικονομία, οι φορολογούμενοι, οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι …)
- «Πίσω και από τους δύο λόγους βρίσκεται ο “μεγάλος ασθενής”, δηλαδή η λειτουργία του κράτους, που αντανακλά και ευνοεί ενίοτε τους συντεχνιακούς συμβιβασμούς, τη διαφθορά σε κάποιες περιπτώσεις, την επ’ αόριστον συγκάλυψη των προβλημάτων και την αποδυνάμωση των εκάστοτε προτεινομένων λύσεων. Το γεγονός ότι η λειτουργία του κρατικού μηχανισμού είναι πλήρως αναντίστοιχη με τις σημερινές έκτακτες ανάγκες έχει δυσμενέστατες συνέπειες»
(Σχόλιο: Ναι, αλλά, προεκλογικά, αντί αυτών, μας έλεγαν ότι «υπάρχουν λεφτά»!).
Οι αντιφάσεις
(Σχόλιο: Στη συνέχεια όμως, αντιφάσκοντας, επισημαίνονται τα αντίθετα. Διαβάστε μερικά: «Επειδή οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται, οι προσδοκίες δεν ανακάμπτουν και το “έλλειμμα εμπιστοσύνης” διευρύνεται. Η μείωση της εγχώριας ζήτησης και η ύφεση της οικονομίας είναι δυσανάλογα μεγάλες σε σχέση με το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής ακριβώς επειδή το κλίμα και οι προσδοκίες που επικρατούν παρεμποδίζουν την ανάκαμψη της οικονομίας και την εμφάνιση του “αποτελέσματος εμπιστοσύνης”. Γι’ αυτό και η ύφεση βαθαίνει: — Το 2011 το ΑΕΠ θα υποχωρήσει κατά 5,5% περίπου ή λίγο περισσότερο. Το 2012 η ύφεση αναμένεται να συνεχιστεί με ρυθμό της τάξεως του 2,8% και η ανάκαμψη μετατίθεται για το 2013, με αύξηση του ΑΕΠ που δεν θα υπερβαίνει το 1%. Επειδή εφέτος προβλέπεται ότι οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα αυξηθούν και ταυτόχρονα υπάρχει αισθητή πτώση των εισαγωγών, η συμβολή του εξωτερικού τομέα στη μεταβολή του ΑΕΠ θα είναι θετική, αλλά όχι ακόμη επαρκής ώστε να περιορίσει ανάλογα την ύφεση. — Η μέση μείωση της απασχόλησης θα είναι της τάξεως του 5,5% εφέτος και το μέσο ποσοστό ανεργίας θα πλησιάσει το 17%, ενώ το 2012 μπορεί να υπερβεί το 18%. Οι εξελίξεις αυτές έχουν επιπτώσεις στην κοινωνική συνοχή, ενώ συνεπάγονται απαξίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου και του αποθέματος τεχνογνωσίας. Σε συνδυασμό με την απαξίωση ή την αχρήστευση μέρους του πάγιου κεφαλαίου λόγω της κρίσης, καθιστούν ακόμη πιο αναγκαία την προώθηση πολιτικών για την ανάκαμψη και την ανάπτυξη».
- «Δύο είναι οι εθνικοί στόχοι που πρέπει πάση θυσία να επιδιώξουμε τώρα: Πρώτον, δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων στη δημοσιονομική διαχείριση, με ρυθμούς υψηλότερους απ’ ό,τι προβλέπεται. Δεύτερον, συντομότερη ανάκαμψη και ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια»
(Σχόλιο: Αλλά, είναι δυνατόν να επιτευχθεί ανάκαμψη και στη συνέχεια ανάπτυξη με συνεχώς μειούμενη ζήτηση. Μάλιστα, η Τράπεζα της Ελλάδος, θεωρεί, στη συνέχεια, τη «μείωση της εξάρτησης από την εγχώρια ζήτηση», ως μια από τις ενθαρρυντικές ενδείξεις εν μέσω κρίσης»!!!
- «Ο περιορισμός της ύφεσης και η ταχύτερη δυνατή επαναφορά της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης προϋποθέτουν αποκατάσταση του κλίματος και σοβαρή πρόοδο στη δημοσιονομική προσαρμογή, που θα δώσουν σαφή μηνύματα ότι η οικονομία μπορεί να ανακάμψει. Παράλληλα, πρέπει να ενθαρρυνθεί η ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία σήμερα υφίσταται έντονα τις αρνητικές επιδράσεις της μειωμένης ζήτησης, της χαμηλής ανταγωνιστικότητας, της επιβραδυνόμενης πιστωτικής επέκτασης και του αυξημένου φορολογικού βάρους».
(Σχόλιο: Κι όμως λίγο πιο πάνω ξορκίζει την εγχώρια ζήτηση!).
- «Αν υπερακοντίσουμε τους στόχους στη δημοσιονομική προσαρμογή, με έμφαση στην περιστολή των δαπανών, και αν παράλληλα αρχίσει η ανάκαμψη της οικονομίας και διαψεύσουμε τις απαισιόδοξες προβλέψεις για την ανάπτυξη, είναι εφικτή η συρρίκνωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ σε επίπεδα και κάτω του 120% και μάλιστα συντομότερα απ’ ό,τι επιδιώκεται σήμερα (δηλαδή πριν από το 2020). Αν αυτό συμβεί, μπορεί να βελτιώσει ραγδαία το κλίμα, θέτοντας σε κίνηση έναν ενάρετο κύκλο ανόδου.
Χρειαζόμαστε συνεπώς μια πολιτική που θα ικανοποιεί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
1ον– Να στοχεύει στην αλλαγή των δομών που δημιουργούν τα προβλήματα. Γι’ αυτό παράλληλα με τη δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να προχωρήσει με ταχύτητα ο εκσυγχρονισμός του κράτους και της δημόσιας διοίκησης.
2ον– Να παραμένει σταθερά προσηλωμένη στους στόχους που έχουν τεθεί, να τους επιβεβαιώνει συνεχώς και να τονίζει την πρωταρχική δέσμευση της Ελλάδος να αντιμετωπίσει την παρούσα κρίση εντός της ζώνης του ευρώ.
3ον– Να τηρεί απαρέγκλιτα τα χρονοδιαγράμματα που έχει θέσει.
4ον– Να υπερκαλύπτει όπου είναι δυνατόν τους αρχικούς στόχους.
5ον– Να εξασφαλίζει τη μέγιστη δυνατή κοινωνική και πολιτική συναίνεση.
6ον– Να δώσει πολύ σύντομα απτές αποδείξεις της βούλησης να προχωρήσει γρήγορα η εφαρμογή της πολιτικής αυτής, όπως είναι η δημιουργία στο εγγύς μέλλον πρωτογενών και αυξανόμενων πλεονασμάτων, η άμεση προώθηση των μεγάλων αποκρατικοποιήσεων, η προσέλκυση επενδυτών για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας (που μπορεί να αποφέρει εισόδημα και αύξηση της απασχόλησης) και η κατάργηση χωρίς χρονοτριβή όλων εκείνων των φορέων του δημόσιου τομέα που κρίνεται ότι δεν προσφέρουν χρήσιμο έργο.
7ον– Να επανενεργοποιήσει, αξιοποιώντας τους διαρθρωτικούς πόρους της ΕΕ, μεγάλες δημόσιες επενδύσεις.
8ον– Να πείσει τους επενδυτές ότι η οικονομία στο μέλλον θα λειτουργήσει σε νέα πλαίσια που θα εξασφαλίζουν τη λειτουργία του ανταγωνισμού και την ομαλή λειτουργία των αγορών και θα βελτιώνουν την παραγωγικότητα».
(Σχόλιο: Μέχρι να γίνουν όλα αυτά, ο μισθός θα φτάσει στα … 200 ευρώ, οι συντάξεις στα 100 ευρώ και τα … ακίνητα θα θυμίζουν «χώρα του υπαρκτού σοσιαλισμού! Σημειώνουμε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος είναι αισιόδοξη διότι επιτεύχθηκε «περιορισμός των μεγάλων απωλειών ανταγωνιστικότητας της περιόδου 2001-2009 κυρίως μέσω της εν εξελίξει βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας κόστους. Η μεγάλη σωρευτική απώλεια ανταγωνιστικότητας βάσει του σχετικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος την εννεαετία 2001-2009 αναμένεται ότι θα περιοριστεί κατά τα τρία πέμπτα περίπου μετά τη βελτίωση της τριετίας 2010-2012» χάρις στη δραστική μείωση του μισθολογικού κόστους. Για το λόγο αυτό, για να «χρυσώσει το χάπι» προτείνει «αυτή η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, για να είναι διατηρήσιμη, είναι απαραίτητο εφεξής να στηριχθεί και στην ενίσχυση της παραγωγικότητας, η οποία θα προκύψει από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και εργασίας». Είπαμε, «ζήσε, μαύρε μου…»).
- Για να στηριχθεί η αξιοπιστία του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής πρέπει τώρα να δοθούν έμπρακτα, θετικά μηνύματα ότι αυτή τη φορά οι αποφάσεις θα εφαρμοστούν κατά γράμμα. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζονται (α) συγκεκριμένα προγράμματα για κάθε υπουργείο και τομέα κυβερνητικής ευθύνης, (β) συντονισμός όλων των επιμέρους προγραμμάτων μέσω ενός αποτελεσματικού κεντρικού μηχανισμού, (γ) ισχυρή και συμπαγής πολιτική βούληση που θα εκφράζεται με συγκεκριμένες πράξεις σε κάθε τομέα ευθύνης, (δ) μέτρα για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, (ε) στενή συνεργασία με την ομάδα τεχνικής βοήθειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής».
(Σχόλιο: Καλά κρασιά…).
- «Μεταξύ των προϋποθέσεων για να αναστραφούν οι απαισιόδοξες προσδοκίες για το μέλλον της οικονομίας, ώστε να σταματήσει η εκροή των καταθέσεων, να ενθαρρυνθούν τα νοικοκυριά για κατανάλωση και οι επιχειρήσεις για επενδύσεις και να ευνοηθούν οι εξαγωγές, είναι: - Ο εκσυγχρονισμός του κράτους και της δημόσιας διοίκησης. - Η δημιουργία συνθηκών για την αποτελεσματική λειτουργία του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών. - Η ταχεία πρόοδος στον εξορθολογισμό του ρυθμιστικού περιβάλλοντος των αγορών προϊόντων. - Ο εκσυγχρονισμός των “υπηρεσιών δικτύου”, που είναι απαραίτητος για την αύξηση της παραγωγικότητας αλλά και για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. - Η προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών στην αγορά εργασίας με συντεταγμένο τρόπο, βάσει των νέων ρυθμίσεων που έχουν νομοθετηθεί το 2010-2011. -Χρηματοδότηση της ανάκαμψης».
(Σχόλιο: Τέτοια «σκληρά», «αντιλαϊκά», πρότεινε συνεχώς τα τελευταία τριάντα χρόνια η Τράπεζα της Ελλάδος και ξεσήκωνε θύελλα αντιδράσεων από κόμματα, συνδικαλιστές, δημοσιογράφους, κοινωνικούς εταίρους και «βολεμένους». Συνεπώς, το «μεταφυσικό» ερώτημα είναι: Ποιος θα τα κάνει όλα αυτά στην Ελλάδα του λαϊκισμού, της αδιάκοπης δημαγωγίας, της ισοπέδωσης, της ήσσονος προσπάθειας, των στρεβλώσεων και πολλών «κουφών» ;)
- «Για να προχωρήσει τώρα το δύσκολο πρόγραμμα προσαρμογής πρέπει να λειτουργήσουν ταυτόχρονα και οι δύο πυλώνες του, έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί ο φαύλος κύκλος ύφεσης-δημοσιονομικής συστολής-αβεβαιότητας, να στηριχθεί η ανάκαμψη της οικονομίας και να εδραιωθούν οι αναπτυξιακές της προοπτικές. Μόνο έτσι θα γίνει επιτέλους πιστευτό ότι η χώρα είναι αξιόχρεη. Για να γίνει αυτό χρειάζεται ένα αναλυτικό δεσμευτικό Σχέδιο για την Ανάπτυξη, όπως έχει προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος. Αν οι επιμέρους πολιτικές εξειδικεύονται σωστά στο Σχέδιο, αν δηλαδή διασφαλίζονται τόσο η αποτελεσματικότητα και η εσωτερική συνοχή τους όσο και η κοινωνική δικαιοσύνη, ο βαθμός εμπιστοσύνης της κοινωνίας μπορεί να αυξηθεί και ο κοινωνικός και πολιτικός διάλογος ―αντί να καταλήγει σε ένα “διάλογο κωφών” ή σε ένα “πόλεμο όλων εναντίον όλων”― να αποτελεί ουσιαστική διαπραγμάτευση σχετικά με τον κοινωνικά δίκαιο και ταυτόχρονα πιο αποτελεσματικό επιμερισμό των θυσιών, οι οποίες είναι απολύτως αναγκαίες για την έξοδο από την κρίση, καθώς και να σηματοδοτεί την προοπτική για τα μελλοντικά οφέλη».
(Σχόλιο: Αν, αν, αν…)
- «Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει υποστηρίξει ότι δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων και ότι η αιχμή της πολιτικής για την αύξηση των εσόδων ―που είναι ασφαλώς απαραίτητη― πρέπει να είναι η σύλληψη της φοροδιαφυγής. Περαιτέρω αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των ήδη φορολογουμένων θα κατέληγε όχι μόνο να επιτείνει την ύφεση, αλλά και να οδηγήσει στο αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή μείωση αντί αύξησης των εσόδων. Αυτό πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη στη διαμόρφωση του νέου φορολογικού νομοθετικού πλαισίου, το οποίο θα πρέπει να αποφύγει την επιβολή νέων επιβαρύνσεων ιδιαίτερα στους κατά τεκμήριο ειλικρινείς φορολογουμένους. Θα πρέπει επίσης να περιγράψει με σαφήνεια τις προϋποθέσεις ―δηλαδή πρώτα και κύρια την πρόοδο της δημοσιονομικής εξυγίανσης― υπό τις οποίες θα γίνει δυνατή η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των ειλικρινών φορολογουμένων».
(Σχόλιο: Ξέρετε από πότε τα λέει αυτά η Τράπεζα της Ελλάδος; Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, με διοικητή το σημερινό πρωθυπουργό κ. Λουκά Παπαδήμο, αλλά όλα αυτά δεν εμπόδισαν τον τότε πρωθυπουργό κ. Κώστα Σημίτη και τον τέως πρωθυπουργό κ. Γιώργο Παπανδρέου να καταρρίψουν όλα τα ρεκόρ φορομπηχτισμού και φορολογικής σκληρότητας!)
- «Καθώς ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα παραμένει αρνητικός και η μείωση του εισοδήματος των νοικοκυριών και των κερδών των επιχειρήσεων συνεχίζεται, η χρηματοδότηση της ανάκαμψης ―και στη συνέχεια της ανάπτυξης― της οικονομίας μπορεί αρχικά να προέλθει από τις ακόλουθες πηγές: - Την αξιοποίηση των αποφάσεων για την ταχύτερη εκταμίευση των πόρων που διατίθενται βάσει του ΕΣΠΑ, σε συνεργασία και με την ομάδα “τεχνικής βοήθειας” της ΕΕ. - Την εφαρμογή του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου, που μπορεί να αποτελέσει σημαντικό δίαυλο για την προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό και την εισαγωγή τεχνογνωσίας και τεχνολογίας».
(Σχόλιο: Να και μια καλή λέξη για τη μείωση του εισοδήματος των νοικοκυριών…)
- «Η μακροχρόνια προσπάθεια προσαρμογής και ανασυγκρότησης της οικονομίας στηρίζεται σε δύο πυλώνες – πρώτον, τη δημοσιονομική εξυγίανση και προσαρμογή και, δεύτερον, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου. Οι περισσότεροι αναλυτές αναγνωρίζουν ότι η Ελλάδα διαθέτει μερικά σημαντικά εν δυνάμει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, που συνδέονται τόσο με τη γεωγραφική της θέση όσο και, μεταξύ άλλων, με τους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους της – όπως είναι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ορισμένα ορυκτά, το κλίμα, το φυσικό περιβάλλον και τα αρχαία μνημεία, η διαθεσιμότητα ενός εργατικού δυναμικού υψηλής ειδίκευσης, αλλά και μια έφεση επιχειρηματικότητας. Ωστόσο, στην παρούσα συγκυρία τα πλεονεκτήματα αυτά παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανενεργά. Ωστόσο, για να προχωρήσει τώρα το δύσκολο πρόγραμμα προσαρμογής πρέπει να λειτουργήσουν ταυτόχρονα και οι δύο πυλώνες του, έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί ο φαύλος κύκλος ύφεσης-δημοσιονομικής συστολής-αβεβαιότητας, να στηριχθεί η ανάκαμψη της οικονομίας και να εδραιωθούν οι αναπτυξιακές της προοπτικές. Μόνο έτσι θα γίνει επιτέλους πιστευτό ότι η χώρα είναι αξιόχρεη. Για να γίνει αυτό χρειάζεται ένα αναλυτικό δεσμευτικό Σχέδιο για την Ανάπτυξη, όπως έχει προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος. Αν οι επιμέρους πολιτικές εξειδικεύονται σωστά στο Σχέδιο, αν δηλαδή διασφαλίζονται τόσο η αποτελεσματικότητα και η εσωτερική συνοχή τους όσο και η κοινωνική δικαιοσύνη, ο βαθμός εμπιστοσύνης της κοινωνίας μπορεί να αυξηθεί και ο κοινωνικός και πολιτικός διάλογος ―αντί να καταλήγει σε ένα “διάλογο κωφών” ή σε ένα “πόλεμο όλων εναντίον όλων”― να αποτελεί ουσιαστική διαπραγμάτευση σχετικά με τον κοινωνικά δίκαιο και ταυτόχρονα πιο αποτελεσματικό επιμερισμό των θυσιών, οι οποίες είναι απολύτως αναγκαίες για την έξοδο από την κρίση, καθώς και να σηματοδοτεί την προοπτική για τα μελλοντικά οφέλη. Ένας τέτοιος “οδικός χάρτης” θα μπορούσε να μας οδηγήσει, μέσα από μια επίπονη αλλά γόνιμη προσπάθεια ολόκληρης της κοινωνίας, στην έξοδο από τη σημερινή απειλητική κρίση και στη διασφάλιση της θέσης της χώρας εντός της ζώνης του ευρώ».
(Σχόλιο: Αλλά, αυτοί οι «οδικοί χάρτες», αυτά τα σχέδια, αυτοί οι «πυλώνες» μας … «φάγανε». Τέτοια ακούμε συνεχώς μετά τη μεταπολίτευση. Αλλά, ματαίως, περιμένουμε να υλοποιηθούν…)
(* Δημοσιογράφος – συγγραφέας από την Παλαιομάνινα. Διετέλεσε διευθυντής Σύνταξης του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» και της «Απογευματινής, διευθυντής του «Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής» και επί τριάντα χρόνια στέλεχος, αρθρογράφος, αναλυτής και σχολιαστής στις εφημερίδες «Βήμα» και «Νέα»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο