Πλείστων κτημάτων ματαιότης
Γράφει ο: Τάσος Παντ. Δασκαλάκης
Ενέσκηψαν δριμύτερες στη χλόη οι «ακρίδες»
σε ανθηρά παράκτια, σε κρίνα των αγρών
και τρυφερά τής άνοιξης των λόφων
με βουλιμία τρέχουσα να τρώνε διαρκώς...
Μέσα στη νύχτα τη μεγάλη που βρεθήκαν
σ` ερήμους, μη μπορώντας για να βρουν
τροφούς άυλους με αντίκρισμα κι ελπίδα
γόνιμες νύχτες με σημαίνον παρελθόν…
Είδαν κι απόειδαν κι αναγκάστηκαν να πουν
ότι στερέψανε τα πλούτη στα εδάφη δυστυχώς
κι άδοξα στερούνται το ακμαίο τους ηθικό
δίχως ανέμους κι αλεξίπτωτες ημέρες…
Μες στην οσμή του αδήριτου χειμώνα
ρούχα «Αρμάνι» με φουλάρι κι αν ντυθούν,
η ακεφιά και η αδιαφορία, τη στιλπνάδα,
και του προσώπου αφανίζουν μυστικά...
Στον κύκλο της φθοράς αναζητούνε,
δυνάμεις απ` το βάρος τους να βγουν
κι απ` την άπληστη βαθιά συνήθεια
που διατρέχει, ως ακταιωρός χρυσού,
βαλάντια άλκιμα παμφάγων τραπεζών…
Κι ακόμα απ` τα χυμώδη, αδιάθετα μάτια,
ενόσω η μνήμη παρεκκλίνει ανευλαβώς
σώματα επί γης νεκρά και ψυχής θροΐσματα...
Ανέφικτο το κυνήγι της ατέρμονης κτήσης,
αφού κι οι ανατολές υποκύπτουν στη δύση
με το χρυσό τους παρελθόν να ταξιδεύουν
σε γκρίζους ορίζοντες ως αδιανέμητα κέρδη…
Στων βουνών τη συσκότιση τι κι αν πουν,
ώ παρείσακτο σκότος πού ο μεγάλος μας πόθος;
Η αύρα του κόσμου να φωτίζει το βιο μας,
του πνεύματος άρχοντες σε ασύμμετρους ρόλους;
Γράφει ο: Τάσος Παντ. Δασκαλάκης
Ενέσκηψαν δριμύτερες στη χλόη οι «ακρίδες»
σε ανθηρά παράκτια, σε κρίνα των αγρών
και τρυφερά τής άνοιξης των λόφων
με βουλιμία τρέχουσα να τρώνε διαρκώς...
Μέσα στη νύχτα τη μεγάλη που βρεθήκαν
σ` ερήμους, μη μπορώντας για να βρουν
τροφούς άυλους με αντίκρισμα κι ελπίδα
γόνιμες νύχτες με σημαίνον παρελθόν…
Είδαν κι απόειδαν κι αναγκάστηκαν να πουν
ότι στερέψανε τα πλούτη στα εδάφη δυστυχώς
κι άδοξα στερούνται το ακμαίο τους ηθικό
δίχως ανέμους κι αλεξίπτωτες ημέρες…
Μες στην οσμή του αδήριτου χειμώνα
ρούχα «Αρμάνι» με φουλάρι κι αν ντυθούν,
η ακεφιά και η αδιαφορία, τη στιλπνάδα,
και του προσώπου αφανίζουν μυστικά...
Στον κύκλο της φθοράς αναζητούνε,
δυνάμεις απ` το βάρος τους να βγουν
κι απ` την άπληστη βαθιά συνήθεια
που διατρέχει, ως ακταιωρός χρυσού,
βαλάντια άλκιμα παμφάγων τραπεζών…
Κι ακόμα απ` τα χυμώδη, αδιάθετα μάτια,
ενόσω η μνήμη παρεκκλίνει ανευλαβώς
σώματα επί γης νεκρά και ψυχής θροΐσματα...
Ανέφικτο το κυνήγι της ατέρμονης κτήσης,
αφού κι οι ανατολές υποκύπτουν στη δύση
με το χρυσό τους παρελθόν να ταξιδεύουν
σε γκρίζους ορίζοντες ως αδιανέμητα κέρδη…
Στων βουνών τη συσκότιση τι κι αν πουν,
ώ παρείσακτο σκότος πού ο μεγάλος μας πόθος;
Η αύρα του κόσμου να φωτίζει το βιο μας,
του πνεύματος άρχοντες σε ασύμμετρους ρόλους;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο