Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Προς κ. Χρυσοχοΐδη: Μια προσαγωγή της διπλανής πόρτας

Αξιότιμε κύριε υπουργέ, ως κάτοικος Εξαρχείων και μητέρα εφήβου θεώρησα χρέος μου να πάρω μέρος στην πορεία της Κυριακής στη μνήμη του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.
Φόρεσα, σε ένδειξη τιμής, τα καλά μου μαύρα ρούχα, έβαλα στην τσάντα μου ένα μπουκάλι νερό και ένα Μαλόξ, φοβούμενη τα δακρυγόνα του περσινού Δεκέμβρη, πήρα στο χέρι κι ένα θερμός με καφέ, καθότι καφεϊνομανής, και κατέβηκα στα Προπύλαια μόνη, μη ανήκοντας σε κάποιο κόμμα ή οργάνωση.
Αφού εντόπισα το γιο μου να στέκεται με την παρέα του εκεί, έφυγα και συνάντησα μια φίλη μου στην προσυγκέντρωση του ΣΥΡΙΖΑ στη γωνία Σίνα και Ακαδημίας. Προχώρησα μαζί της μόνο μέχρι την Πανεπιστημίου, οπότε και ακούστηκαν οι πρώτες χειροβομβίδες κρότου-λάμψης.
Ξαναγύρισα στα Προπύλαια. Τα δακρυγόνα ήταν αισθητά. Ο γιος μου και οι φίλοι του παρέμεναν στο ίδιο σημείο. Αναζήτησα τον πατέρα του «κολλητού» του και συμφωνήσαμε -τι άλλο;- να έχουμε το νου μας.
Σε όλη τη διάρκεια της πορείας τούς καμαρώναμε να διαδηλώνουν άψογα. Στο τέλος, όμως, παρέμειναν με την παρέα τους -συνολικά τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια- στο χώρο των Προπυλαίων. Μείναμε κι εμείς και τους βλέπαμε πότε να ακουμπάνε στην Ακαδημία, πότε να κάθονται στα σκαλιά του Πανεπιστημίου, πότε να περιφέρονται ήσυχα, χωρίς να συμμετέχουν στις καταστροφές ή στον πετροπόλεμο που είχε αρχίσει, αλλά να κοιτάζουν ή να συζητάνε μεταξύ τους. Οταν τους είδαμε να μπαίνουν στο Πανεπιστήμιο, τους ακολουθήσαμε -μέχρι τώρα δεν τους είχαμε πλησιάσει- και τους συμβουλέψαμε να βγουν αμέσως, όπως και έγινε, και να φύγουμε όλοι μαζί. Καθώς εκείνοι ήθελαν να φύγουν μόνοι με τους φίλους τους, ο πατέρας έμεινε να τους πείσει κι εγώ ξαναμπήκα στο Πανεπιστήμιο. Φέρνοντας στο νου μου τόσες προσωπικότητες που πέρασαν από αυτό και τις λαμπρές τελετές που έτυχε να παρακολουθήσω στην αίθουσα εκδηλώσεών του, ρώτησα με θλίψη τους νεαρούς που έσπαγαν τα μάρμαρα:
«Γιατί, ρε παιδιά, τόση βία, τόση βαρβαρότητα;» «Δεν καταλαβαίνετε πως έχουμε πόλεμο;» μου απάντησαν σχιζοφρενικά στον πληθυντικό.
Βγήκα στην Ασκληπιού να δω τον «πόλεμο» κι είδα να καίνε τη σημαία. Ενιωσα την παρόρμηση να την τραβήξω απ' τη φωτιά, ωστόσο ο τρόμος δεν με άφησε. «Τη σημαία δεν την καίνε», είπα στον νεαρό δράστη με το καλυμμένο πρόσωπο.
«Αυτό εδώ είναι το σύμβολο της μαζοποίησης», μου απάντησε με αδιαλλαξία πρωτόγονου. «Κι εσύ σαν μάζα δεν συμπεριφέρεσαι, σαν βάρβαρη μάζα;» του φώναξα και ξαναμπήκα στο Πανεπιστήμιο από την πλαϊνή είσοδο.
Προχωρώντας για να βγω από την κεντρική, πρόσεξα την απελπισία στα πρόσωπα κάποιων μεσηλίκων, προφανώς καθηγητών, κι απέναντί τους κάποιους νεαρούς που άλλαζαν ρούχα, πιθανόν για να μην τους αναγνωρίσουν. Πήρα από την ντάνα πλάι στην είσοδο την εφημερίδα του Πανεπιστημίου και βγήκα.
Ο πατέρας είχε πείσει τα έξι παιδιά και γύρω στις τέσσερις, μ' έναν άγνωστό μας νεαρό που έμοιαζε λίγο τρομαγμένος, λίγο άρρωστος κι είχα προθυμοποιηθεί να τον πήγαινα μετά στο σπίτι του με το αυτοκίνητο επειδή έμενε μακριά, ξεκινήσαμε να φύγουμε. Ημασταν, όμως, εγκλωβισμένοι από τρία μέτωπα μάχης. Ετσι περάσαμε μέσα από τον κήπο της Βιβλιοθήκης και βγήκαμε Ιπποκράτους και Ακαδημίας, όπου το πεδίο φαινόταν πιο καθαρό.
«Περάστε απέναντι στον τοίχο για σωματικό έλεγχο», μας πρόσταξε κάποιος με πολιτικά και μας κόλλησε στα ρολά του κτιρίου όπου βρίσκεται το θέατρο «Ακάδημος».
«Ταυτότητες έχετε;»
«Εχουμε, αλλά εσείς τι είστε;» τον ρώτησα.
«Από την Ασφάλεια», ακούστηκε από κάπου.
«Δείξτε μας το σήμα σας», επέμεινα.
Εννοείται πως σήμα δεν μας έδειξε κανείς.
«Αδειάστε την τσάντα σας», παρενέβη μια νεαρή με πολιτικά και, μπρος στην αδυναμία των χεριών μου να ανταποκριθούν άμεσα, «γρήγορα!» συμπλήρωσε εκείνη.
«Αν θέλετε πιο γρήγορα, ανοίξτε την εσείς, τα δάχτυλά μου δεν σφίγγουν για να τραβήξω το φερμουάρ» της είπα, κοιτάζοντάς την καταπρόσωπο και εμπνεόμενη, κατά το ύφος του Χρονά, το στίχο «Ξανθιές μαθητευόμενες των λαϊκών κομμωτηρίων» αλλά και την παραλλαγή του «Ξανθιές μαθητευόμενες των ινστιτούτων καλλονής και των γυμναστηρίων».
Μικρή η τσάντα, μικρό και το τσεπάκι της. Με τα πολλά, όμως, κατάφερα να βγάλω την ταυτότητα, που πολύ λογικά έχει εκδοθεί, όπως και του γιου μου, από το Τμήμα Ασφαλείας Εξαρχείων. Αδειάζοντας την τσάντα έδωσα στην κυρία την εφημερίδα «Το Καποδιστριακό» και μια προκήρυξη που έγραφε στον τίτλο της με κεφαλαία κάτι εναντίον του κεφαλαίου -λόγω πρεσβυωπίας και δακρυγόνων δεν μπορούσα να διαβάσω παρακάτω- και που τη μοίραζε ένα κορίτσι με το που πρωτοπήγα στα Προπύλαια. Ο λόγος που είχα μόνο αυτή την προκήρυξη είναι απλός: δεν έτυχε να μου δώσουν άλλες διαφορετικών ομάδων και ιδεών.
Η κυρία, φυσικά, μου επέστρεψε την εφημερίδα και κράτησε την προκήρυξη για το φάκελό μου, υποθέτω, για να με καταγράψουν ως αντικαπιταλίστρια κι ας ήμουνα ντυμένη με ακριβά βελούδα κι ας είμαι υπέρ του κεφαλαίου -μια ζωή το αναζητώ, ιδίως τώρα που έβαλα μπροστά μεγάλα σχέδια!
«Ξέρετε ποια είμαι εγώ;» της είπα, με όλη την παράπλευρη θεατρικότητα, που με βοήθησε να αντιληφθώ ότι επρόκειτο για θέατρο του παραλόγου και να αντιδράσω αναλόγως. «Δώστε μου την ταυτότητά μου, παρακαλώ!»
«Την έχει άλλος για να γράψει τα στοιχεία», με πληροφόρησε η κυρία.
«Προσαγωγή! Πάρτε τους!», έδωσε ο ασφαλίτης εντολή σε πρασινοντυμένους ένστολους.
«Τι θα πει αυτό; Μας συλλαμβάνετε;» ρώτησα.
«Ελάτε, κυρία μου, μη μας καθυστερείτε», μου είπε ο ένας ένστολος και μου άνοιξε την πόρτα του περιπολικού.
«Επιτέλους, μπαίνω και σε μπατσάδικο!» αναφώνησα.
«Πώς το είπατε;» με ρώτησε αυστηρά εκείνος.
«Μπατσάδικο, πώς να το πω; Περιπολικό...»
«Ετσι μπράβο...».
«Κύριε, είμαι συγγραφέας και ξέρω πολλές λέξεις για το ίδιο αντικείμενο...».
Πέρασε πρώτος ο γιος μου, στριμώχτηκα δεξιά του, έφεραν από την άλλη πόρτα τον υπό την «προστασία» μου νεαρό με χειροπέδες χωρίς λόγο, αφού ακολουθούσε υπάκουα, έλυσαν τη μια και την πέρασαν στραβά με κίνδυνο εξάρθρωσης στο αριστερό χέρι του γιου μου -σημειωτέον ανήλικος- κι όταν διαμαρτυρήθηκα «γιατί, αφού είναι μέσα στο περιπολικό, δεν τους βγάζετε τις χειροπέδες», ο ένστολος συνοδηγός απάντησε ετοιμόλογα:
«Γιατί; Για να μας πνίξουν;».
«Καλά, τόσο πολύ φοβόσαστε;» τον ξαναρώτησα και ώσπου να φτάσουμε στη ΓΑΔΑ έσπασα τα τηλέφωνα: στο σπίτι μου, στη δικηγόρο μου, στους φίλους μου, ανακοινώνοντάς τους την ακατανόητη αυτή ομηρία.
Μας οδηγήσαν στον ενδέκατο όροφο «για εξακρίβωση στοιχείων», δηλαδή για φακέλωμα, αφού συμπλήρωναν κι ένα έντυπο στις διαστάσεις των κλήσεων της Τροχαίας που έγραφε «Χρεωστικό φακέλου».
Δεν μπορώ να πω ότι μας φέρθηκαν άσχημα τις τρεις ώρες που μείναμε εκεί. Βέβαια, δεν μας κράτησαν περισσότερο γιατί υπήρχε μεγάλη προσέλευση και χρειαζόταν να αδειάσει γρήγορα ο θάλαμος. Μας ρώτησαν αν κάποιος ήθελε να πάει στην τουαλέτα, φρουρούμενος εννοείται, δεν μας απαγόρευσαν το κάπνισμα, εμένα προσωπικά, όταν τους ρώτησα πού είναι το κυλικείο να πάρω κάτι για τον θεονήστικο γιο μου, μου πρόσφεραν ένα σάντουιτς κι ένα μπουκαλάκι νερό που τα μοίρασα σε δύο άλλα παιδιά, δεν διαμαρτυρήθηκαν που μετατρέψαμε το θάλαμο σε λεωφορείο σχολικής εκδρομής, ενώ εκείνοι φώναζαν ονόματα προσαχθέντων και τα σημείωναν, ή ανακοίνωναν τα ονόματα όσων έπαιρναν εξιτήριο μέσα στη δική τους επιβεβλημένη ανωνυμία, επιβεβλημένη ακρισία, επιβεβλημένη απάθεια, σε σημείο που να θεωρούν σύμπτωση το να έχουν δύο άνθρωποι το ίδιο επώνυμο, την ίδια διεύθυνση κατοικίας, το ίδιο σημείο σύλληψης, και να μη φτάνουν να σκεφτούν την πιθανή συγγένεια πατέρα και γιου.
Ή μήπως έπαιζαν θέατρο, κύριε υπουργέ, με τις δικές σας υποδείξεις;
Τέτοιες μέρες, πέρυσι, σας άκουγα από τον CITY να μιλάτε με κατανόηση για τους εφήβους, για την εξεγερμένη νεολαία και τα προβλήματά της, και εκτιμούσα τις απόψεις σας ώς το σημείο που δηλώνατε πως αν ήταν το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία τα προβλήματα αυτά δεν θα υπήρχαν. Σαν να μην ευθυνόταν και το ΠΑΣΟΚ για τη δημιουργία τους ή τη μη αποτροπή τους. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Μετά από πολέμους, εμφυλίους, χούντες, απειλές και τρόμους από τους εξ Ανατολών και από Βορράν εχθρούς, ήταν ο ιδρυτής του κόμματός σας που πέτυχε ως πρωθυπουργός το «πλάτεμα» και το «βάθεμα» της δημοκρατίας και την εδραίωση της ειρήνης στη χώρα μας. Αποτέλεσμα, η αναθάρρηση του κόσμου, το αίσθημα ελευθερίας και ευημερίας -θα θυμόσαστε, φαντάζομαι, τους τότε 25άρηδες-30άρηδες με χρυσή αλυσίδα στο λαιμό και στον καρπό να κατακλύζουν από την πρώτη κιόλας άνοιξη τις καφετέριες για ένα φραπέ. Αυτών τα παιδιά αποτελούν σήμερα την ανασφάλιστη γενιά των 700 και 600 ευρώ, των σερβιτόρων και πωλητριών με διδακτορικά, που δεν μπορούν να στήσουν τη ζωή τους γιατί ο χρόνος χάθηκε στην αναζήτηση ενός μέλλοντος που αποδείχτηκε πλαστό. Οι κυβερνήσεις, άραγε, δεν όφειλαν να αποτρέψουν την εμπορευματοποίηση της παιδείας και τον πληθωρισμό πτυχίων χωρίς αντίκρισμα; Να αποτρέψουν, ή έστω να περιορίσουν, τη ματαίωση της ελπίδας εν καιρώ ειρήνης; Μην απορείτε, λοιπόν, που το μούδιασμα της γενιάς αυτής γεννάει μια τόσο βίαιη ορμή στην επόμενη, των σημερινών μαθητών Λυκείου και φοιτητών με τις κατακερματισμένες γνώσεις. Αυτά τα παιδιά διδάχτηκαν την εξαίρεση πρώτα και τους ζητήθηκε ο κανόνας αμέσως. Διδάχτηκαν το περιττό και τους ζητήθηκε το νόημα. Διδάχτηκαν τις μαθηματικές πράξεις με τον τρόπο των υπολογιστών. Μετράνε το χρόνο «ψηφιακά»: λένε π.χ. οκτώ και σαράντα κι όχι εννιά παρά είκοσι, δέκα και τριάντα κι όχι δέκα και μισή. Εχουν καθηγητές υποχρεωμένους να παραδώσουν ύλη και αναγκάζονται να αποστηθίζουν κακογραμμένα άχρηστα κείμενα που δεν πληρούν κανέναν κανόνα απομνημόνευσης. Γνωρίζετε πολύ καλά, τουλάχιστον από τους λόγους των πολιτικών, ότι οι ρήτορες έχουν τα ρητορικά σχήματα για να μην πελαγοδρομούν. Κατά τον ίδιο τρόπο οι μουσικοί έχουν τις λεγόμενες νότες-κλειδιά και οι ηθοποιοί τις ατάκες και τους κώδικες συναισθημάτων. Πώς μπορούν, λοιπόν, τα παιδιά χωρίς το μηχανισμό της γνώσης να μάθουν; Και χωρίς τη γνώση, πώς να μη νιώθουν ισοπεδωμένα και εκμηδενισμένα, σαν να τα αναγκάζουν να επιστρέψουν στον πρωτογονισμό ενώ παράλληλα τα βομβαρδίζουν με υπερσύγχρονα καταναλωτικά αγαθά; Ειλικρινά, μην απορείτε που μιλάνε για «πόλεμο». Παλεύουν να μη γίνουν η γενιά της μετάλλαξης: η γενιά του ανθρώπου που έχασε την ικανότητα να μαθαίνει, να σκέφτεται και να επινοεί. Παλεύουν με λάθος τρόπο, βεβαίως, αλλά δεν ξέρουν άλλον. Πηγαίνουν στο σχολείο σαν να πηγαίνουν σε καταναγκαστικά έργα. Πώς να μη βλέπουν τα ανώτατα ιδρύματα σαν τόπους βασανιστηρίων; Αφαιρέστε τα μαθήματα που προσφέρουν περιττές εγκυκλοπαιδικές γνώσεις: αν κάτι χρειαστούν, θα το βρουν στις εγκυκλοπαίδειες ή στο Διαδίκτυο. Προσθέστε μαθήματα φιλοσοφίας και πολιτικής: θα μάθουν να σκέφτονται, θα αντιληφθούν πως η δημοκρατία είναι η μεγαλύτερη επινόηση του ανθρώπου και πως οφείλουν να την υπερασπίζονται από τους υπονομευτές της.
Βοηθήστε να δικαιωθεί -όσο μπορεί να δικαιωθεί ένας θάνατος- ο άδικος θάνατος του Γρηγορόπουλου. Βοηθήστε τα παιδιά να απευθύνουν συνειδητά το σύνθημα «Αλέξη ζεις, εσύ μας οδηγείς» στο αθώο θύμα, ήρωα της ανένοχης γενιάς τους.
Μη δημιουργείτε εμφυλιακό κλίμα, παρατάσσοντας χιλιάδες αστυνομικούς, νεαρά παιδιά από την επαρχία, τα οποία, επειδή θα δυσκολεύονταν να βρουν άλλο τρόπο για να ζήσουν στο «κλεινόν άστυ» που το μαστίζει η ανεργία, συμπεριφέρονται σαν αντίπαλη συμμορία.
Μη διασκορπίζετε παντού αστυνομικούς με πολιτικά και μας κάνετε να υποπτευόμαστε τον διπλανό μας και μην τους στήνετε οπλισμένους στις γωνίες, να βγαίνουμε για τις δουλειές μας και να βλέπουμε μια κάννη στραμμένη καταπάνω μας. Αγριεύουμε οι μεγάλοι, πόσο μάλλον τα παιδιά.
Κι αν εν τω μεταξύ χρειαστεί προστασία το Πανεπιστήμιο, το Πολυτεχνείο ή κάποιο άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα, μην κατεβάσετε τόσες διμοιρίες ειδικών δυνάμεων. Καλέστε διανοούμενους, καλλιτέχνες ή απλώς απόφοιτους από το αντίστοιχο ίδρυμα για να σχηματίσουν ανθρώπινη ασπίδα και αναχαιτίστε τους επιτιθέμενους με πυροσβεστικές αντλίες.
Θα καθαρίσουν κι οι δρόμοι από τη σκόνη των καιρών.
Μετά τιμής,
Αγαθή Δημητρούκα
Πηγή: http://www.enet.gr/

Βιογραφικό
Η Αγαθή Δημητρούκα γεννήθηκε το 1958 στο Πεντάλοφο Αιτωλοακαρνανίας. Στιχουργός, συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Το 1974 συνέδεσε τη ζωή της με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο και το 1976 άρχισε να γράφει στίχους για τον Μάνο Χατζιδάκι. Ως στιχουργός συνεργάστηκε στη συνέχεια και με νεότερους συνθέτες, ενώ παράλληλα άρχισε να μεταφράζει - από τα ισπανικά- κείμενα για λογοτεχνικά περιοδικά και στίχους τραγουδιών για δίσκους, αλλά για το βιβλίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο