Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Ένα λαμέ φουστάνι!


Γράφει ο Δημήτρης Αρβανίτης*
Συνταγματάρχης ε.α.-Πολιτευτής Ν.Δ

  Ο Κωστάκης δεν του άφησε κανένα περιθώριο άρνησης:
-Παρασκευή  έχω κρατήσει τραπέζι στ "Αγρίμια". Κανόνισε τις δουλειές σου για να έρθεις.
-Κωστάκη μου, τι  με θες εμένα; Εσείς είστε νέα παιδιά, βράζει το  αίμα σας, προσπάθησε εκείνος να τον αποφύγει.
-Κοίταξε, ένα θα σου πω. Νεκτάριος Κοκκώνης, κλαρίνο. Τον είχες αναγορεύσει σε πρόεδρο των κλαρίνων του ελέους το καλοκαίρι. Κι ο Μάκης ο Τσίκος ο φίλος μου, σπουδαίος κλαρινίστας. Κι απο φωνές ότι καλύτερο. Γιάννης Καψάλης και Γιώτα Γρίβα. Υστερα κερνάω εγώ, δεν θα με προσβάλλεις.
-Καλά  Κωστάκη δεν θα σε προσβάλλω,  υπολόγισε με,  παραδόθηκε τελικά ο Μήτσος............



     Είναι αλήθεια ότι σε κέντρα γενικώς είχε να πατήσει πάνω από δέκα χρόνια. Η ζωντανή του επαφή με τη μουσική, ήταν στα πανηγύρια και στις συναυλίες. 
    Εκείνο το μπούγιο, ο υπερβολικός θόρυβος,  το τζέρτζελο, που στα νειάτα άρεσε και δημιουργούσε ατμόσφαιρα, τώρα τον ενοχλούσε.  Δείγμα ότι τα ζωηρά χρόνια είχαν περάσει. 
     Αλλά αφού το ήθελε ο Κωστάκης, δεν θα του χαλούσε χατήρι. Νιόπαντρος και μες στη καλή χαρά ήταν, ε για ένα βράδυ ας γινόταν  "αγρίμι"  για πάρτη  του.

       Και νάτοι τώρα  σε προνομιακό τραπέζι, δηλαδή με θέα στη πίστα κι όχι τόσο κοντά σε ηχεία, για να μπορούν να αλλάζουν και καμιά κουβέντα. 
    Αντροπαρέα ήταν, ο Κωστάκης, που μόνο Κωστάκης δεν ήταν αφού τα κιλά του τα είχε και μάλιστα πολύ παραπάνω απ το κανονικό, ο Μήτσος, ο Νίκος, ο Βαλάντης, ο Λάμπρος, ο Κούλης κι ο Μακαρίτης. 
       Ναι αλήθεια, Μακαρίτης λεγόταν ο  ένας νεαρός της παρέας, αν και ολοζώντανος. Καλά αυτό με τα ονόματα έχει πολύ πλάκα. Να προχτές ο Μήτσος κάλεσε υδραυλικό στο σπίτι του, για ένα πρόβλημα και  πως τον έλεγαν; Ακίνδυνο Αλβανό, φοβερό ε;  
      Θυμήθηκε εκείνον τον καθηγητή του τον Φίλη, στη σχολή πριν από χρόνια, έναν κοντό που τους έκανε στρατιωτική γεωγραφία, Καριμπού τον φωνάζαν, σαν τον ήρωα των κόμιξ, ο οποίος με θανατηφόρο χιούμορ είχε πει σ έναν σπουδαστή: "Ας υποθέσουμε ότι παντρεύεστε κ. Τσούλα, πως θα συστήνετε τη γυναίκα σας, απο δω  κυρία  Τσούλα;" και τον κοίταζε με υποψία χαμόγελου, ενώ από κάτω οι μαθητές έσκαγαν στα γέλια. Μετά από  κάποια χρόνια, όταν συνάντησε τον καλό του συνάδελφο λεγόταν πια Γεωργίου, το είχε αλλάξει, τι νάκανε ο άνθρωπος;

       Ο κόσμος είχε σχεδόν γεμίσει το μαγαζί, άλλωστε ήταν το μοναδικό δημοτικό κέντρο που είχε ανοίξει. Ο χώρος αξιοπρεπής,  το προσωπικό ευγενέστατο και πραγματικά είναι ν απορεί  κανείς πως καταφέρνουν και λειτουργούν μαγαζιά διασκέδασης, σ αυτή την εξαιρετικά δύσκολη εποχή. 
      Σκεφτείτε πόσες οικογένειες ζούν γύρω από ένα κέντρο. Μουσικοί και τραγουδιστές, φωτιστές, ηλεκτρολόγοι, τεχνικοί ήχου, σερβιτόροι, λογιστές, κάβες, λάντζες, καθαρίστριες, προσωπικό ασφαλείας. Πενήντα ίσως και παραπάνω οικογένειες. Σαν ένα μικρό εργοστάσιο, μια μεγάλη βιοτεχνία.
          Αυτά σκεφτόταν ο Μήτσος, ο "υπερήλικας" της παρέας. Περίεργο τρένο, ειχε περάσει τα πενήντα, με τρεις καριέρες πίσω του και πολλούς θρύλους για τη ζωή του. Γνώριζε τα τρία αδέλφια της παρέας από πιτσιρίκια κι είχε ιδιαίτερη σχέση μαζί τους. Ολοι  πλην εκείνου, ήταν μεταξύ 25 και 32 χρονών. Νιάτα.

      Το πρόγραμμα άρχισε με τα δεύτερα ονόματα στη πίστα. Όπως πάντα, στην αρχή,  ξεκινάει χαλαρά και αδιάφορα.  Ο Μήτσος κοίταζε τους θαμώνες. 
    Αγαπημένη του συνήθεια: Εναργής παρατήρηση της εξωτερικής εμφάνισης, χαρακτηριστικά προσώπου και σώματος, ντύσιμο, κινήσεις, ο τρόπος που πίνουν και χορεύουν. 
      Και κατόπιν προσπάθεια εξαγωγής συμπερασμάτων, για τον τόπο καταγωγής, το επάγγελμα, το μορφωτικό επίπεδο και γενικώς το ΄΄πόθεν έσχες΄΄ των αγνώστων, με τους οποίους θα πέρναγε κάποιες  ώρες απ τη ζωή του. Το έκανε σαν παιγνίδι. Συνήθως διάλεγε και μια παρέα ή ζευγάρι τους οποίους και παρακολουθούσε αδιαλλείπτως. 
      Η τακτική της κλειδαρότρυπας έχει ενδιαφέρον ή μήπως είναι μορφή  ηδονοβλεψίας;  Λες γιατρέ μου; Μπα όχι, δεν είναι αυτό. Η αιτία είναι ότι δεν χορεύει. Δεν ήξερε γιατί. Πιθανόν γιατί σαν παιδί ήτανε μαζεμένο.  
       Δηλαδή δεν άφηνε πανηγύρι που να μη πήγαινε, αλλά ποτέ δεν έμπαινε στη γύρα να συνοδέψει τους μεγάλους. 
          Υστερα στα δεκατρία του, έχασε αναπάντεχα το πατέρα του, σε τροχαίο και μια μόνιμη θλίψη εγκαταστάθηκε στη ψυχή του, μέχρι που έκανε τη δική του οικογένεια. Κι έτσι του έμεινε η συνήθεια να ακούει και να παρατηρεί. 
      Κι ειχε ακούσει μεγάλα κλαρίνα αυτός, όπως τους αείμνηστους  Γιάννη Βασιλόπουλο και Βαγγέλη Κοκκώνη.  Είχε δεί δεινούς χορευτές, σ αυτές τις υπαίθριες πανδαισίες των πανηγυριών του Ξηρομέρου. Φυσικά θέλει και το ταλέντο του ο χορός,  που φαίνεται ότι δεν το είχε,  τουλάχιστον στο  δημοτικό.

       Υπήρχαν διαφόρων ειδών άνθρωποι και παρέες στο μαγαζί, εκείνη τη νύχτα. Το πρώτο που του άρεσε, ήταν ότι είχαν έλθει  οικογένειες. Ναι, όλη  η οικογένεια, οι γονείς με τα παιδιά, να μεταδοθεί η αγάπη για το δημοτικό τραγούδι. Εντόπισε πέντε με έξι τέτοιες. 
       Υστερα οι μικτές παρέες με άντρες και γυναίκες, ώριμης ηλικίας, οι γυναικοπαρέες,  υπήρχαν και τέτοιες, μόνον γυναίκες, οι αντροπαρέες σαν τη δικιά τους, που μάλιστα ήταν πολλές. 
      Ακόμη συντροφιές νεαρών φοιτητών και φοιτητριών όπως και κάποιες λίγες, δύο ή τρείς ερωτευμένων ή όχι αλλά πάντως ζευγαριών που είχαν έλθει να διασκεδάσουν. 
       Α, ναι εντόπισε και δύο χορηγοκαψούρηδες. Δηλαδή το ενδιαφέρον  αυτό είδος, που είναι τσιμπημένο με κάποια από τις καλλιτέχνιδες και σκορπάν αφειδώς τα ευρώ τους, σε λουλούδια και σαμπάνιες, για το "φιλόπτωχο ταμείο της Μπιμπής".  
      Θα τη θυμάστε τη ταινία με τον Χόρν και το εκατομύριο που το έβγαλε περίσευμα και μετά το ξόδεψε  για χάρη  της "θεογούνας" της Μπιμπής!  Υπάρχει ακόμα αυτό το είδος παρά τη κρίση, όχι όπως την εποχή του χρηματιστηρίου, αλλά  υπάρχει. Υπό εξαφάνιση όμως. Κρίμα για τα φιλόπτωχα ταμεία και τα μοντέλλα  τύπου΄΄Μπιμπή΄΄. Θα πρέπει να δουλέψουν και που να βρουν δουλειά στην εποχή μας...

      Εκεί κατά τις δώδεκα, βγήκε ο μάγος Χουντίνι, ο κλαρινίστας του ελέους, Νεκτάριος Κοκκώνης, μ ένα εκπληκτικό σόλο.  Του άρεσαν οι κλαριντζήδες που έκαναν το κλαρίνο ένα με το σώμα τους, δηλαδή ο ήχος προκαλείται όχι  από την  ανάσα, αλλά από ψυχή και σώμα μαζί. Τον γεννάει η ψυχή, γλυκό, παραπονιάρικο, αγαπησιάρικο, θλιμένο, νοσταλγικό, δυναμικό, ηρωϊκό και  περνάει στο όργανο και στο σώμα μαζί. Οπότε και το σώμα ερμηνεύει τα ΄΄κελεύσματα΄΄ της ψυχής.  Ετσι κι ο Νεκτάριος, παίζει  κλαρίνο με τη ψυχή του. Και το σώμα είναι ένα ενιαίο σύνολο με το όργανο. 
     Κι ύστερα ο νεαρός Μάκης Τσίκος. Ταλεντάρα.  Εχει λαμπρό μέλλον αυτό το παιδί, που δεν παίζει μόνο κλαρίνο αλλά και συνθέτει πολύ ωραία δημοτικά τραγούδια.

       Στις μιάμισυ με δύο περίπου, βγήκε στη πίστα ο Γιάννης Καψάλης, ο συνεχιστής της μεγάλης ηπειρώτικης οικογένειας, γιός του μοναδικού κλαρινίστα Σταύρου Καψάλη. Όλα τα λεφτά, που λέει κι ο Κωστάκης, στο γάμο του οποίου, τόσο ο Τσίκος όσο κι ο Καψάλης αλλά κι η Μαρία η Γιαννακά έδωσαν ρέστα. 
      Το κέφι ανέβηκε κατακόρυφα κι ο κόσμος άρχισε να ανεβαίνει στη πίστα. Η παρέα τους γενικά δεν ήταν του χορού. Εκτός από τον Λάμπρο που του έδωσε να καταλάβει. Εμοιαζε στη μάνα του αυτός, ξαδέρφη του Μήτσου, έξω καρδιά!

       Ο οποίος Μήτσος, συνέχιζε τις πολιτικοκοινωνικές του παρατηρήσεις. Κοντά στα τετρακόσια άτομα δεν θα ήταν τη νύχτα εκεί μαζεμένοι; Ικανό δείγμα για σφυγμομετρήσεις και αναλύσεις.  Το είχε λοιπόν επισημάνει,  στα πανηγύρια του καλοκαιριού και το επιβεβαίωνε τώρα. Ο Έλληνας, δεν είναι ότι πλέον έχει φτωχύνει πολύ. Που έχει φτωχύνει δηλαδή. Το χειρότερο είναι αυτό που έχει πάθει η ψυχολογία του.  
      Εχει χάσει, στη συντριπτική πλειοψηφία τουλάχιστον γιατί υπάρχουν κι οι αναίσθητοι, εκείνη τη τρελή διάθεση που είχε κληρονομήσει απ τον Διόνυσο, αυτό  το "δε πα να αγαπηθείτε όλοι σας",  εγώ "σε πείσμα σας κουφάλες θα αντέχω", που είχε κι η γεννιά του. Σαν να πάγωσε, σαν να υποτάχτηκε στο πεπρωμένο, που οι λίγοι του ετοίμασαν. 
       Και δεν αφορά τους νέους αυτό, που προς το παρόν παρακολουθούν με απορία και απραξία, αλλά  τη γενιά τη δική του, της μεταπολίτευσης. Λες κι είχαν μπεί όλα στον αυτόματο πιλότο. Που πάνε, τι θα γίνει, πως θα γίνει, ουδείς γνωρίζει.

Αλλά τωρα ήταν στη ζούγκλα με τ "Αγρίμια". Οι χορηγοκαψούρηδες άρχισαν τις χορηγίες και τα πρώτα "μπαλέτα"  έκαναν κατάληψη στη πίστα.  Ενα τέτοιο του τράβηξε τη προσοχή, δεν το είχε δει μέχρις εκείνη την ώρα. 
        Ηταν ένα ζευγάρι ετερόκλιτο, δηλαδή υπήρχε μια διαφορά ηλικίας, το οποίο δεν είναι κατ ανάγκη κακό.
       Ο ένας, δηλαδή η μία, πρόσφερε νιάτα, δροσιά και άλλα κόλπα κι ο έτερος, ασφάλεια, στοργή και προδέρμ,  που έλεγε  μια διαφήμιση παλιά. 
       Πόση διαφορά είχαν; Με σιγουριά δεν μπορείς να πεις. Εκείνον για εξηντάρη τον έκοβε, η νεαρά εικοσιπέντε, εικοσιέξι αλλά πάντως όχι πάνω από 27 . Μάλλον η διαφορά θα πλησίαζε τα τριανταπέντε. Και πάλι οκ. Τι να λέμε τωρα, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.  
       Προσπάθησε από την γλώσσα του σώματος αλλά κι απ το "φαινόμενο είδωλο" να βγάλει συμπεράσματα. Εκείνος ήταν μετρίου αναστήματος, με ευμεγέθη φαλάκρα κι ένα χαρακτηριστικό το οποίο οδηγούσε σε ασφαλή ερμηνεία. 
          Ηταν κόκκινος στο πρόσωπο και στο κεφάλι. Θα πρέπει να  τον είχε κάψει ο ήλιος. Φορούσε κοστούμι χωρίς γραβάτα,  φαινόταν ακριβό αλλά απλό και χωρίς ιδιαίτερο γούστο. Συνεπώς η ασχολία του, η δουλειά του ήταν στην ύπαιθρο. Ο τρόπος που χόρευε, τον έκανε να σκεφτεί ότι  πρέπει να δρούσε στο τρίγωνο Αγρίνιο - Αρτα – Γιάννενα, το οποίο ενισχύονταν απ το γεγονός, ότι σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες κατάγονταν απ τις περιοχές αυτές. 
       Τώρα για τη δουλειά του. Η άνεση με την οποία πέταγε τους δίσκους με τα λουλούδια και τα κεράσματα στους τραγουδιστές, οδηγούσε στη σκέψη, ότι έκανε δουλειά, που άφηνε χρήματα. Κάτι σε μεγαλοκτηνοτρόφος, παραγωγός και έμπορος κρεάτων συνάμα, ή τυριών. Ας τον δεχτούμε τυρέμπορα, για την οικονομία της αφήγησης. 
      Κι εκείνη;  Αχ εκείνη,  κατ αρχήν φορούσε ένα εντυπωσιακό λαμέ φουστάνι, μαύρο κολλητό,  σ ενα θεϊκό σώμα και τούριχνε ενα κεφάλι
      Ενα κεφάλι διαβολικά σέξυ με κοντό σχεδόν αγορίστικο, κατάξανθο μαλλί, στυλιζαρισμένο όμως έξυπνα και ασυνήθιστα, πάνω και πλάγια.  Ασφαλές το συμπέρασμα, η κοπέλα  ήταν κομμώτρια. Πως; Απ το πλάγια πάνω μαλλί  αλλά και τον τρόπο που κουνιόταν στο χορό. 
     Τώρα άγνωστον πως, αλλά στο μυαλό του Μήτσου, όλες οι κομμώτριες κουνιούνταν το ίδιο υπέροχα και πρόστυχα σέξυ
     Κι εκεί πάνω σ ενα σόλο τσιφτετέλι του μάγου Κοκκώνη, το λαμέ φουστάνι  λικνιζόταν στο ρυθμό με όλη της τη χάρη. Σαν να ήθελε εκείνη ακριβώς τη νύχτα να ξεμυαλίσει τον τυρέμπορα απ το Μέτσοβο, ναι τώρα πρόσεξε, το κεφάλι του είχε γωνίες, χαρακτηριστικό των Ηπειρωτών, απ το Μέτσοβο ήταν. Δένει και με τα τυριά. Κοίτα πως  ιδρώνει και  ζορίζεται! 
       Κι οι λουλουδούδες από πάνω τους, να τη ραίνουν συνεχώς  κι αυτός να γελάει και να χαίρεται. Α, και να κοκινίζει περισσότερο. Ρε συ μήπως  έχει πίεση; Μα δεν υπάρχει κάποιος να του πει να βάλει λίγο φρένο;   Υπάρχουν και τα ζωντανά στο Μέτσοβο. Και τα τυριά τον περιμένουν...  Μη πάθει τίποτα! 
     Αλλά που ν ακούσει ο Βλαχοθανάσης.  Λέμε τώρα Βλαχοθανάσης, μπορει να ήταν Βλαχομήτρος ή Βλαχογιάννης. Πάντως από βλάχος άρχιζε.  
     Και να τα δίνει όλα "ασθμαίνοντας", ενώ προσπαθούσε να την ακολουθήσει στην πίστα, όπου η Κούλα η κομμώτρια είχε αφηνιάσει στη κυριολεξία
      Ανθρωπε μου, δεν είσαι είκοσι χρονών. Ασε το άλογο ελεύθερο. Αυτό ειναι πουλάρι. Θέλει χώρο να τρέξει. Και ιππέα δυνατό. Που να το κρατήσεις εσύ καϋμένε Βλαχοθανάση; 
       Τι να πεις, κώλο δεν έβαλε κάτω η Κούλα. Βέβαια ήταν πολύ ωραίος κώλος για να κάθεται σε καρέκλα κρυμένος και να μην είναι σε κοινή θέα για να το χαίρονται οπτικά τουλάχιστον κι οι τυχεροί θαμώνες... 
       Αλλά το θέμα είναι ότι παράσερνε και τον δύστυχο τυρέμπορα στη πίστα που στο τέλος όμως κάθισε, εγκαταλείποντας τον αγώνα και την Κούλα, λαχανιασμένος κι εξαντλημένος. 
     Άντε τώρα με το που θα έφταναν σπίτι,  να του ζητούσε και κοκό η Κούλα η κοτούλα. Που θα ήταν και  λογικό. Νέα κοπέλα, το αίμα της έβραζε.  Πάει θα τα τίναζε ο Βλαχοθανάσης...

        Αμ δεν έγινε έτσι όμως! Βγαίνοντας η παρέα στις έξι η ώρα το πρωί  κι αφού καληνύχτησε η ορχήστρα, είδαν κόσμο μαζεμένο. Κι ένα ασθενοφόρο. Τη στιγμή εκείνη έβαζαν τον άρρωστο μέσα. Πλησίασαν κι  είδαν τον τυρέμπορα τον Βλαχοθανάση από το Μέτσοβο, ξαπλωμένο  με ανοιχτό  πουκάμισο και λυμένη ζώνη, να έχει χάσει τις αισθήσεις του, ενώ πιο κει το λαμέ φουστάνι, έκλαιγε απελπισμένα. Και πως να μη κλαίει; Πάει τον έχανε τον χορηγό. Κι ήταν δύσκολες οι εποχές. Δυσεύρετοι οι τυρέμπορες σε εποχές κρίσης...

        Κοίτα τι μπορείς να πάθεις από ένα λαμέ φουστάνι!  Α κι από τριανταπέντε χρόνια  διαφορά ηλικίας βέβαια... Αλλά κι εσύ δικέ μας τι τάθελες τα πουλάρια; Τα γέρικα άλογα απλώς αφήνουν το πεδίο ελεύθερο για τα νιούτσικα, τα δυνατά. Κι αποσύρονται απ τον ιππόδρομο. Κρεμάν τα πουλιά τους. Τι δηλαδή, επειδή βοηθάει η χημική τεχνολογία με τα βιάγκρα και τα λεβίτρα, παναπεί ότι κατακτήσαμε την αιωνιότητα; Ηπατήθημεν αδέλφια!

       Κοίταζε κι ο Μήτσος προβληματισμένος και μέτραγε τα χρόνια της διαφοράς από τη δική του γυναίκα. Δεκαεννιά ήταν, ούτε καν είκοσι. Που τριανταπέντε; Κι ύστερα αυτός δεν χόρευε. Ναι αλλά ...Τέλος πάντων...

Τουλάχιστον να τη γλύτωσε, με κάνα εγκεφαλικό μόνο ο Βλαχοθανάσης; 

*Από τη μόνιμη συνεργασία του με την εφημερίδα «Γεγονός» - Στήλη «Αθιβολές»
Νέο e-mailarvanitisdimi@gmail.com

2 σχόλια:

Τι λες γι αυτό αγαπητό Ξηρόμερο